- σφεντονιά
- η выстрел из пращи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφεντονιά — η, Ν [σφεντόνα] βολή ή χτύπημα με σφεντόνα … Dictionary of Greek
σφεντονιά — η βολή ή χτύπημα με σφεντόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφενδόνημα — το, ΝΜ, και σφεντόνημα Ν [σφενδονώ] σφεντονιά … Dictionary of Greek